- μετεωρολογικος
- μετεωρολογικόςμετεωρο-λογικός3изучающий небесные явления
(ἄνδρες Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄνδρες Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετεωρολογικός — skilled in meteorology masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… … Dictionary of Greek
μετεωρολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μετεωρολογία: Οι μετεωρολογικές προβλέψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεωρολογικά — μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc pl μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc/acc dual μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικῶν — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen pl μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικόν — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc acc sg μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικοῖς — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικοί — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικῆς — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικῇ — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογική — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)